- αγυρμοσύνη
- ἀγυρμοσύνη, η (Α)ἀγερμός*, ἀγερμοσύνη* [η λέξη έχει καταχωρισθεί μόνο στο Λεξικό τού Σκαρλάτου (τού Βυζαντίου) με την ερμηνεία ἀγερμός. Ο Σκαρλάτος ακολουθεί προφανώς τον Passow, Handwort, s. v., όπου καταφαίνεται ότι ο τύπος ἀγυρμοσύνη είναι πρόταση για διόρθωση τού τύπου ἀγερμοσύνη που απαντά στον Οππιανό (Κυνηγετικός 4, 251)].
Dictionary of Greek. 2013.